- βύσσου
- βύσσοςflaxfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυσσοῦ — βυσσός depth of the sea masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
багръ — БАГР|Ъ (12), А с. 1.Багровый цвет, багрянец: да радуѥмъсѩ дн(с)ь. ˫ако воси˫а намъ праведноѥ сл҃нце. и ѡ(т) д҃вы х(с)ъ. ˫акоже оубо зорѩмь свѣтлующимсѩ. и багромъ шариющисѩ. Пал 1406, 70а. 2. Пряжа или ткань багрового цвета: стихарь оубо ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
воусъ — ВОУС|Ъ (2*), А с. βύσσος Виссон, тонкая льняная ткань: тапетазмоу же створивъ, рекше завѣсоу, ѡ(т) акинфа и черви и воуса и прапроуда, истъка в немь хѣровимъ. (βύσσου) ГА XIII XIV, 90в; вси во ѥдиного прадѣда родо имамъ бернье. и въ перѳирѣ, и въ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PANNI — pro institis: Ita tunica Iosephi Gen. c. 37. v. 3. et 34. quam Graeci Interpres ποικίλον χιτῶνα reddiderunt, Latinus polymitam; Hieronym. modo polymitam, modo variam: in paraphrasi Ionathanis, Paragoda nominatur. Dicebatur autem sic vestis,… … Hofmann J. Lexicon universale
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
ραφιδευτής — ὁ, Α ο ποικιλτής, αυτός που κεντάει πρόσθετες παραστάσεις σε υφάσματα και ενδύματα («βύσσου κεκλωσμένης τῇ ποικιλίᾳ τοῡ ῥαφιδευτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτής (< ρ. σε εύω)] … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek